χοροδιδασκαλείο(ν)

χοροδιδασκαλείο(ν)
το школа танцев

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χοροδιδασκαλείο(ν)" в других словарях:

  • χοροδιδασκαλείο — το, Ν σχολή χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοροδιδάσκαλος + κατάλ. είο (πρβλ. σχολ είο). Η λ., στον λόγιο τ. χοροδιδασκαλεῖον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • χοροδιδασκαλείο — το αίθουσα όπου διδάσκονται οι χοροί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»